- παρείσακτος
- -η, -ο / παρείσακτος, -ον, ΝΜΑ [παρεισάγω]αυτός που έχει εισαχθεί κρυφά κάπου, που έχει εισέλθει κάπου απρόσκλητος ή χωρίς να έχει τα απαιτούμενα προσόντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρείσακτος — introduced privily masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρείσακτος — η, ο αυτός που τρύπωσε, μπήκε κρυφά, χωρίς να κληθεί ή χωρίς να έχει τα προσόντα: Στη συνέλευση πρόσεξα πολλούς παρείσακτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρείσακτον — παρείσακτος introduced privily masc/fem acc sg παρείσακτος introduced privily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισάκτοις — παρείσακτος introduced privily masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισάκτους — παρείσακτος introduced privily masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισάκτων — παρείσακτος introduced privily masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρείσακτοι — παρείσακτος introduced privily masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρένθετος — η, ο / παρένθετος, ον, ΝΜΑ [παρεντίθημι] παρεντιθέμενος, παρεβεβλημένος, εμβόλιμος, παρείσακτος νεοελλ. γραμμ. αυτός που είναι κλεισμένος μέσα στα δύο σημεία στίξης τής παρένθεσης. επίρρ... παρενθέτως Α παρενθετικώς, κατά τρόπο εμβόλιμο … Dictionary of Greek
παρεμβόλιμος — ον, Μ παρεντιθέμενος, παρεμβαλλόμενος, παρείσακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμβόλιμος] … Dictionary of Greek
παρεμπολώ — άω, Α 1. εισάγω κάτι κρυφά ή με τρόπο ψευδή («παρημπολημένος πολίτης» παρείσακτος, ο ψευδώς εγγεγραμμένος πολίτης, Κωμ. Αδέσπ.) 2. κλείνω μυστική συμφωνία («γάμους παρεμπολῶντι» κοντά στον νόμιμο γάμο συνάπτω και άλλον, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek